Χοληστερίνη-Λιπίδια

Τα λιπίδια του αίματος αποτελούνται από: την ολική χοληστερόλη, την LDL (κακή) χοληστερόλη, που μεταφέρει την χοληστερόλη στους περιφερικούς ιστούς και ευθύνεται κυρίως για τη σταδιακή απόφραξη των αγγείων του οργανισμού μας, την HDL (καλή) χοληστερόλη, που απομακρύνει τη χοληστερόλη από τους περιφερικούς ιστούς προς το ήπαρ και τα τριγλυκερίδια.
Η ολική χοληστερόλη
Η χοληστερόλη λαμβάνεται από την τροφή, όμως παράγεται και στον οργανισμό, σε αναλογία 1 προς 2 περίπου. Μάλιστα, όπως φαίνεται από νεότερα δεδομένα, σημαντικότερο ρόλο στην αύξηση της χοληστερόλης του αίματος, παίζει η πρόσληψη κορεσμένων και τρανς λιπαρών οξέων και όχι η πρόσληψη αυτής καθ’ αυτής της χοληστερόλης της τροφής, ενώ και η παχυσαρκία αποτελεί συχνό αίτιο της υπερχοληστερολαιμίας. Για το λόγο αυτό είναι απαραίτητη η δραστική μείωση στη συχνότητα κατανάλωσης των «κακών» λιπαρών.
Η LDL χοληστερόλη
Η LDL - χοληστερόλη (ή κακή χοληστερόλη) αποτελεί λιποπρωτεϊνικό μόριο, που μεταφέρει τη χοληστερόλη στους ιστούς και ευθύνεται για την αθηροσκλήρωση. Ο θεραπευτικός στόχος για τα επίπεδα της LDL χοληστερόλης κυμαίνεται ~115 mg/dl σε όσους βρίσκονται σε χαμηλό κίνδυνο για καρδιαγγειακή νόσο, ώστε να τον διατηρήσουν σε μακροχρόνια βάση, και για όσους βρίσκονται σε πιο αυξημένο κίνδυνο, ώστε να τον μειώσουν. Η κατανάλωση κορεσμένου λίπους φαίνεται ότι αυξάνει όσο κανένα άλλο συστατικό της διατροφής τόσο την ολική χοληστερόλη, όσο και την LDL χοληστερόλη.
Η HDL χοληστερόλη
Αν και δεν έχουν καθοριστεί συγκεκριμένοι θεραπευτικοί στόχοι για την HDL χοληστερόλη, οι συγκεντρώσεις <40 mg/ dl στους άντρες και <45 mg/dl στις γυναίκες χρησιμεύουν ως δείκτες αυξημένου καρδιαγγειακού κινδύνου. Η HDL χοληστερόλη αποτελεί λιποπρωτεϊνικό μόριο που δεν προκαλεί αθηροσκλήρωση, αλλά αντίθετα έχει αντιαθηρογόνες ιδιότητες.
 
Η κατάλληλη Ομοιοπαθητική αγωγή μπορεί να βοηθήσει σημαντικά στην ρύθμιση των επιπέδων της Χοληστερίνης και των άλλων λιπιδίων και στη μείωση των κινδύνων απο την αθηρωματοσκλήρυνση και τις επιπλοκές της.