ΧΟΛΗΣΤΕΡΙΝΗ-ΛΙΠΙΔΙΑ-ΠΡΟΛΗΨΗ ΚΑΡΔΙΟΑΓΓΕΙΑΚΩΝ ΔΙΑΤΑΡΑΧΩΝ
Όταν η χοληστερίνη έχει αυξημένες τιμές αποτελει ενα απο στους σημαντικότερους παράγοντες κινδύνου για την ανάπτυξη αθηροσκλήρωσης των αρτηριών και την εκδήλωση καρδιαγγειακών νοσημάτων. Στα νοσήματα αυτά επριλαμβάνονται παθήσεις της καρδιάς (στηθάγχη, έμφραγμα μυοκαρδίου), του εγκεφάλου (ισχαιμικό αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο), των περιφερικών αρτηριών (περιφερική αρτηριοπάθεια, διαλείπουσα χωλότητα, γάγγραινα).

Η Κλινικη Ομοιοπαθητικη Φαρμακολογία δινει τη δυνατοτητα αποτελεσματικης ρυθμισης της χοληστερολης και των λοιπων λιπιδιων,χωρις κινδυνο οποιωνδηποτε παρενεργειων.Η εφαρμογη της στηριζεται στην παθογενεια της αυξημενης χοληστερολης και λοιπων λιπιδιων,οπως αυτη περιγραφεται στην Παθολογικη Φυσιολογια,την οποια ακολουθει πιστα η Ομοιοπαθητικη Φαρμακολογία.

Εκτός από την LDL και την HDL χοληστερίνη, υπάρχουν και άλλα είδη χοληστερίνης όπως οι πολύ χαμηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνες (very low density lipoproteins, ή VLDL), οι ενδιάμεσης πυκνότητας λιποπρωτεΐνης (intermediate density lipoproteins ή IDL) και η λιποπρωτεΐνη (a).Εάν αφαιρέσουμε από την ολική χοληστερίνη την HDL χοληστερίνη, από τη διαφορά προκύπτουν οι μη-HDL λιποπρωτεΐνες που συμβάλλουν στην καρδιαγγειακή νόσο και αποτελούν πιο αξιόπιστο δείκτη από τη μέτρηση μόνο της LDL ή κακής χοληστερίνης.Για να υπολογιστεί ο κίνδυνος ανάπτυξης καρδιαγγειακής νόσου χρησιμοποιούμε τον αθηρωματικό δείκτη. Ο αθηρωματικός δείκτης υπολογίζεται διαιρώντας την HDL-καλή χοληστερίνη με τη συνολική χοληστερίνη. Η αποδεκτή αναλογία είναι 3.5 προς 1. Μια υψηλότερη αναλογία υποδεικνύει υψηλό κίνδυνο καρδιοπάθειας. Η μη-HDLχοληστερόλη αφαιρεί την HDLαπό τη συνολική χοληστερόλη. Έτσι, περιέχει όλη την «κακή» χοληστερόλη. Το ιδανικό επίπεδο μη-HDLχοληστερόλης είναι λιγότερο από 130 mg/dL. Τα υψηλότερα ποσοστά υποδεικνύουν κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου.